- αιματόκολπος ή αιματοκολπία
- Η πλήρωση του κόλπου με αίμα της περιόδου εξαιτίας ατρησίας του παρθενικού υμένα ή και του κόλπου. Η ατρησία του παρθενικού υμένα ή του κόλπου δεν είναι μονάχα αποτέλεσμα διαμαρτίας της διάπλασης αλλά μπορεί να οφείλεται στη συγκόλληση των τοιχωμάτων της κολπικής εισόδου ύστερα από μολυσματικές παθήσεις (ιλαρά, διφθερίτιδα, οστρακιά, τύφο) ή και ύστερα από εγκαύματα. Η ανωμαλία ανακαλύπτεται στην εφηβική ηλικία, όταν πρωτοπαρουσιάζεται η έμμηνη ρύση και δεν βρίσκει διέξοδο το αίμα, που συγκεντρώνεται τότε (στην αρχή) μέσα στον κόλπο. Όσο αυξάνει αυτός ο α., τεντώνονται τα κολπικά τοιχώματα και προκαλούνται πόνοι. Αν δεν γίνει σύντομα διάγνωση, ώστε να εφαρμοστεί αμέσως η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, τότε το αίμα, μη βρίσκοντας διέξοδο και αφού γεμίσει τον κόλπο, αρχίζει να γεμίζει και τη μητρική κοιλότητα (αιματόμητρα) και τις σάλπιγγες (αιματοσάλπιγγες) και μετά φτάνει προς την κοιλιακή κοιλότητα. Η θεραπευτική αγωγή αποβλέπει στη διέξοδο του αίματος με τη διάνοιξη της κολπικής εισόδου.
Dictionary of Greek. 2013.